ξεσπάζω

ξεσπάζω
και ξεσπάνω
βλ. ξεσπώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεσπάζω — βλ. ξεσπώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσπώ — άω και ξεσπάζω και ξεσπάνω 1. (ιδίως για υγρό) σπάζω το εμπόδιο που μέ συγκρατεί και χύνομαι με ορμή 2. μτφ. εξωτερικεύω τα συναισθήματά μου με βίαιο ή απότομο τρόπο, εκδηλώνομαι ορμητικά, βίαια, ραγδαία 3. ξεθυμαίνω, ικανοποιώ την οργή μου («θα… …   Dictionary of Greek

  • ξεσπώ — και ξεσπάζω και ξεσπάνω ξέσπασα 1. τρέχω, χύνομαι ορμητικά: Ξέσπασε η κακοκαιρία. 2. εκδηλώνομαι απότομα, ραγδαία, ξεθυμαίνω: Άλλοι του φταίνε και ξεσπά στα παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”